ἐσθλώ

ἐσθλώ
ἐσθλός
good
masc/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐσθλῷ — ἐσθλός good masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλῶι — ἐσθλῷ , ἐσθλός good masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαμύντωρ — ἐπαμύντωρ, ο, η (Α) [επαμύνω] βοηθός, υπερασπιστής («ἐσθλώ τοι τούτω γ ἐπαμύντορε», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • κυρώ — (I) κυρῶ, έω και κύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προσκρούω 3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.) β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.) γ. «ἐπ ἀκταῑς νιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”